- κρυφοκοίταγμα
- και κρυφοκοίταμα και κρυφοκοίτασμα, το [κρυφοκοιτάζω]κοίταγμα κρυφό, που δεν γίνεται αντιληπτό από τους άλλους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κρυφοκοίταγμα — κρυφοκοίταγμα, το και κρυφοκοίταμα, το, ατος το να κοιτάζει κανείς χωρίς να γίνεται αντιληπτός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)